τρισεξάγιστος

τρισεξάγιστος
-ον, Μ
τρισκατάρατος («οὗτος ὁ τρισεξάγνιστος ἐξήγαγε τοῡ βίου τὸν Στέφανον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ἐξάγιστος «αχρείος, καταραμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρισεξάγιστος — thrice accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”